- καταφθορά
- καταφθορά̱ , καταφθοράdestructionfem nom/voc/acc dualκαταφθορά̱ , καταφθοράdestructionfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταφθορά — καταφθορά, ἡ (Α) [καταφθείρω] 1. ολοκληρωτική φθορά, καταστροφή, όλεθρος 2. θάνατος 3. μτφ. σύγχυση, διαταραχή («φρενῶν καταφθορά», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
καταφθορᾷ — καταφθορά destruction fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφθοράν — καταφθορά̱ν , καταφθορά destruction fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφθοράς — καταφθορά̱ς , καταφθορά destruction fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφθοραῖς — καταφθορά destruction fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφθοραί — καταφθορά destruction fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφθορᾶς — καταφθορά destruction fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
тление — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (φθορά) растление девства; (καταφθορά), растление; истребление … Словарь церковнославянского языка
ԽԱՓԱՆԱԾ — (ոյ.) NBH 1 0936 Chronological Sequence: Early classical գ. ἁργία otium, cessatio եւ καταφθορά damnum, proditio Խափանեալ գոլ. անգործութիւն. եւ վասն զետ եկեալ. *Զխափանած հարկած քաղախացն, որ ցայսօր խափանեցէք. ՟Ա. Մակ. ՟Ժ՟Բ. 31: *Զխափանածոյ նորա եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)